παπαδοκρατούμαι

παπαδοκρατούμαι
-έομαι
βρίσκομαι υπό την απόλυτη εξουσία τού κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κρατούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παπαδοκρατούμαι — βρίσκομαι κάτω από την απόλυτη εξουσία του κλήρου, την παπαδοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαδοκρατία — η [παπαδοκρατούμαι] η απόλυτη και καταθλιπτική κυριαρχία τού κλήρου πάνω στον λαό, κληρικοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”